-
1 малина
малина ж 1) (ягода) το σμέουρο 2) (куст) η σμεουριά* * *ж1) ( ягода) το σμέουρο2) ( куст) η σμεουριά -
2 малиновый
-
3 малиновый
мали́нов||ыйприл1. ἀπό σμέουρο, τής σμεουριᾶς:\малиновыйое варенье τό γλυκό σμέουρο·2. (цвет) βαθυκόκκινος. -
4 малиновый
επ.1. της σμεουρδιάς. || από σμέουρο•-ое варенье γλυκό από σμέουρο.
2. χρώματος σμέουρου (βαθυκόκκινος).εκφρ.звон – πολύ ευχάριστος ήχος κωδωνοκρουσίας ή κουδουνιών, κουδουνακίών. -
5 ягода
ягода ж о καρπός (σμέουро, χαμοκέρασο, κτλ.)· η ρώγα (винограда)* * *жο καρπός (σμέουρο, χαμοκέρασο, κτλ.); η ρώγα ( винограда) -
6 малина
мали́н||аж1. (куст) ἡ σμεουριά·2. (ягода) τό σμέουρο. -
7 raspberry
plural - raspberries; noun(a type of edible red berry.) σμέουρο -
8 малиновый
[μαλίναβυΤ] επ. από σμέουρο -
9 малиновый
[μαλίναβυΤ] επ από σμέουρο -
10 княженика
-и θ.σμεουριά, ιδαία. || σμέουρο. -
11 малина
-ы θ.1. η βάτος, η ιδιαία, σμεουρδιά, σμεουριά.2. σμέουρο.3. αφέψημα σμέουρων.4. ως κατηγ. (απλ.) είναι ευχάριστα, πολύ καλά, θαύμα•у нас житьё малина η ζωή μας είναι πολύ καλή•
не служба, а малина δεν είναι υπηρεσία, αλλά διασκέδαση•
в -е (χαρτπ.) κερδισμένος.
-
12 садовый
επ.του κήπου•-ые дорожки δρομάκια του κήπου•
-ая калитка η κηπόπορτα.
|| κηπευτικός•-ая малина κηπευτικά σμέουρο•
садовое дерево κηπευτικό δέντρο.
|| δεντροκομικός•-ая опытная станция δεντροκομικός πειραματικός σταθμός.
εκφρ.голова -ая – άνθρωπος αφηρημένος, αποξεχασμένος, επιλήσμονας, χαζός. -
13 ahududu
φραμπουαζ, σμεουρο -
14 framboise
1) βατόμουρο2) σμέουρο
См. также в других словарях:
σμέουρο — το, Ν ο καρπός τής σμεουριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μούρο (λόγω τής ομοιότητας τών καρπών) με προθετ. σ . Πρβλ. επίσης τις διαλ. ονομ. τού καρπού τού βάτου: αμούρα, (η), και σμούρο, (το)] … Dictionary of Greek
σμέουρο — το καρπός σμεουριάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμεουριά — (rubus idaeus). θαμνώδες φυτό της οικογένειας των Ροδιδών, που ονομάζεται επιστημονικά ρούβος της Ιδης. Ο καρπός του ονομάζεται σμέουρο σμέουρδο ή νάουρο αλλά είναι γνωστός και με το γαλλικό όνομα «φραμ πουάζ». Φυτό συγγενές με τη βατομουριά,… … Dictionary of Greek
βατόμουρο — το ο καρπός του βάτου, το βάτσινο, το σμέουρο: Πρώτη φορά στη ζωή μου έφαγα πίτα από βατόμουρα και ήταν εξαιρετική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραμπουάζ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. ο καρπός του φυτού «Bάτος η ιδαία», το σμέουρο, είδος βατόμουρου. 2. το γλύκισμα που γίνεται από αυτόν τον καρπό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)